ἐνετός
From LSJ
ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly
English (LSJ)
ή, όν,
A inserted, σκυταλίδες J.AJ3.6.5; for injection, τροχίσκοι Paul.Aeg.7.12 (v.l. ἐνετικῶν.) II suborned, X.Cyr.1.6.19, An.7.6.41, App.BC1.22, Mith.59.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνετός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἐνίημι, ἐγκεχυμένος, Ἰατρ. ΙΙ. κατασκευαστός, ψευδής, ἐγκάθετος, «βαλμένος», κατηγόρους ἐνετοὺς ἐπὶ τοὺς πλουσίους ἐπήγοντο Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 22, Μιθρ. 59, καὶ πιθαν. γραφ. ἐν Ξενοφ. Ἀν. 7. 6, 41 ἐνετὸς ὑπὸ Ξενοφῶντος ἀντὶ ἀναστὰς ὑπὲρ Ξ. ὡς διωρθώθη ἤδη.