ἀσκήτρια
From LSJ
νὴ Δί᾿, ὦ [[φίλος|φίλη]] [[γύναι]], [[λέγω|λέγε]] → yes, dear lady, speak → yes, dear lady, do speak up
English (LSJ)
ἡ, fem. of
A ἀσκητής 11, ἀ. γυναῖκες Cat.Cod.Astr.7.225.29, cf. Anatolian Studies p.81.
German (Pape)
[Seite 371] ἡ, fem. zu ἀσκητής, bes. K. S., Nonne, von geistlichen Uebungen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσκήτρια: ἡ, θηλ. τοῦ ἀσκητής: μοναχή ἀσκητικῶς διαβιοῦσα, μοναστήριον ἔχον ἀσκητρίας ρδ΄. Βίος Ἁγ. Εὐπραξίας, Εὐσέβ. ΙΙ. 1480Α, Κύριλλ. Ἱερ. Κατήχ. 10. 19, Παλλαδ. Λαυσ. 1096C κλ.