προσπάθεια

From LSJ
Revision as of 10:12, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσπάθεια Medium diacritics: προσπάθεια Low diacritics: προσπάθεια Capitals: ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ
Transliteration A: prospátheia Transliteration B: prospatheia Transliteration C: prospatheia Beta Code: prospa/qeia

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ,

   A passionate attachment, πρός τι γένος ἀκρασίας Dicaearch.1.10; defined as ἐπιθυμία δεδουλωμένη, Andronic. Rhod. p.572 M.; written προσπαθία, Phld.D.1.14 (pl.); ἄνευ προσκλίσεως καὶ προσπαθείας S.E.P.1.230; γενομένους ἐν π. Heraclit.Incred.16; προσπαθείας <ἕνεκα> Zos.Alch.p.118 B.    II in later Philos., clinging of the soul to the body and its passions, Porph.Sent.28; ἡ πρὸς τὸ σῶμα π. ib.29; ἡ θνητὴ π. Hierocl.in CA 3p.425M., cf. M.Ant. 12.3.

German (Pape)

[Seite 776] ἡ, Leidenschaft für eine Person oder Sache, leidenschaftliche Zuneigung zu Etwas, πρός τινα oder πρός τι, Sp., neben πρόσκλισις S. Emp. pyrrh. 1, 230. – Bei den Akademikern der dem Wahrscheinlichen ertheilte Beifall.

Greek (Liddell-Scott)

προσπάθεια: ἡ, ἡ μετὰ πάθους ἀφοσίωσις, συμπάθεια, σφοδρὰ μετὰ πάθους ἐπιθυμία, προσωποληψία, Κλήμ. Ἀλ. 128· πρός τι Δικαίαρχ. σ. 143 Fuhr· σαρκικαὶ πρ. Κλήμ. Ἀλ. 880· ἴδε Gatak εἰς Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 12. § 4· ἄνευ προσπαθείας Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 230.