πάμπαν

From LSJ
Revision as of 11:11, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_6)

Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch

Menander, Monostichoi, 81
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάμπᾰν Medium diacritics: πάμπαν Low diacritics: πάμπαν Capitals: ΠΑΜΠΑΝ
Transliteration A: pámpan Transliteration B: pampan Transliteration C: pampan Beta Code: pa/mpan

English (LSJ)

Adv., (πᾶς)

   A wholly, altogether, with Verb, Il.1.422, Od.2.49, Hes.Op.275, 302, Sapph.51.4, Pi.O.2.69, Emp.140: with Adj., π. ὀϊζυρός Od.20.140, cf. E.Med.1091 (anap.); οὐ π. ἀληθέες Call.Jov.60: with Adv., π. ἐτήτυμον Il.13.111: preceded by a neg., οὐδέ τι πάμπαν not at all, by no means, 9.435, cf. 21.338: with the Art., τὸ π. E.Rh.855, Fr.196: rare in early Prose, Hdt.2.45, X. Ages.11.4, Aen. Tact.16.2; τὸ π. Pl.Plt.270e, Ti.41b: freq. in Arist., as Cael.286a6, al.    II as Adj., πάμπαν τὸ λοιπόν IG12.6.117.

German (Pape)

[Seite 454] ganz und gar, gänzlich; πολέμου δ' ἀποπαύεο πάμπαν, Il. 1, 422; βίοτον δ' ἀπὸ π. ὀλέσσαι, Od. 2, 49; u. mit der Negation, ganz und gar nicht, durchaus nicht, Hom. oft, οὐδέ τι πάμπαν ἀμύνειν ἐθέλεις Il. 9, 435, μηδέ σε π. ἀποτρεπέτω Il. 21, 338; ἀπὸ πάμπαν εἴργοντες, Pind. Ol. 13, 57; N. 10, 58; πάμπαν ἄπειροι, Eur. Med. 1091; öfter bei sp. D., wie Ap. Rh. 1, 480, Opp. Cyn. 2, 348. – Seltener in Prosa; κομιδῇ τὸ πάμπαν ἐξηφανίζετο, Plat. Polit. 270 e; Arist. H. A. 3, 1; Hdn.

Greek (Liddell-Scott)

πάμπᾰν: Ἐπίρρ. (πᾶς) ὡς τὸ συνηθέστερον ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ πάνυ ἢ παντελῶς, μετὰ ῥήματος, Ἰλ. Α. 422, Ὀδ. Β. 49. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 273, 300, Πινδ. Ο. 2. 125· μετ’ ἐπιθ., π. ὀϊζυρὸς Ὀδ. Υ. 140, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 1091· μετ’ ἐπιρρ., π. ἐτήτυμον Ἰλ. Ν. 111· προηγουμένου ἀρνητικοῦ, οὐδέ τι πάμπαν, οὐδόλως, κατ’ οὐδένα, τρόπον, Ι. 435· πρβλ. Φ. 338· μετὰ τοῦ ἄρθρου, τὸ π. Εὐρ. Ρῆσ. 855, Ἀποσπ. 196· - σπάνιον παρὰ τοῖς δοκιμωτάτοις τῶν πεζῶν, οἷον Ἡρόδ. 2. 45, Πλάτ. Πολιτικ. 270Ε, Τίμ. 41Β, Ξεν. Ἀγησ. 11, 4· συχν. παρ’ Ἀριστ.