κερχαλέος
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
α, ον,
A rough, hoarse, βήξ Hp.Epid.7.16; κερχαλέον ὑποσυρίζειν v.l. for κερχναλέον ib.7:—written κερχναλέος, Gal.19.111.
German (Pape)
[Seite 1426] trocken, rauh, heiser, βήξ, Hippocr. u. a. Medic.
Greek (Liddell-Scott)
κερχᾰλέος: -α, -ον, σκληρός, ξηρός, τραχύς, βὴξ Ἱππ. 1215D· κερχαλέον ὑποσυρίζειν ὁ αὐτὸς 1211Ε. ― Παρὰ Γαλ. Λεξ., κερχναλέος.