ἐκσαλεύω
From LSJ
Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick
English (LSJ)
=foreg., Sammelb.4324.16, Hsch.
A s.v. ἐκβαβάξαι; shake out, Suid.<
German (Pape)
[Seite 778] herausschütteln, Ar. Lys. 1028, v. l. ἐκσκαλεύω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκσαλεύω: σαλεύω τι ἐκ τῆς θέσεως αὐτοῦ, ἐκβάλλω, «ἐκσάλευσον αὐτό· ἐξένεγκον» Σουΐδ., πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Λυσ. 1028, διάφ. γρ. ἐκσκαλεύω.