ἡμικεφάλαιον
From LSJ
Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.
English (LSJ)
[ᾰ], τό, less Att. form for ἡμίκρανον (i.e. ἡμίκραιρα), acc. to Phryn.303:
German (Pape)
[Seite 1168] τό, Hesych., von Phryn. 328 verworfen, gegen ἡμίκρανον.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμικεφάλαιον: τό, ἧττον ἀττικὸς τύπος τοῦ ἡμίκραιρα, Φρύν. 328· ― ἡμικέφαλον, Γλωσσ.