βυρσοδεψικός
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for tanning, Hp.Mul.1.78, Thphr.CP3.9.3: hence -ική, ἡ, art of tanning, Socr.Ep.14.2.
German (Pape)
[Seite 468] zum Gerben gehörig, davon herrührend, Hippocr.; Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
βυρσοδεψικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ χρήσιμος εἰς κατεργασίαν δερμάτων, Ἱππ. 628. 22, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 3. 9, 3.