σκοτασμός
From LSJ
τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud
English (LSJ)
ὁ,
A a being or becoming dark, Aq. Is.59.9, Sm.Ca.1.5; ὀφθαλμῶν Dsc.Ther.7.
German (Pape)
[Seite 905] ὁ, das Finstermachen, Finsterwerden, die Verdunkelung, ὀφθαλμῶν, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
σκοτασμός: ὁ, τὸ νὰ εἶναι ἢ νὰ γίνηταί τις σκοτεινός, «σκοτείνιασμα», τῶν ὀφθαλμῶν Διοσκ. 7. 8.