ἐμματέω
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
English (LSJ)
A put the finger down the throat to cause sickness, Nic.Al. 138 (perh.f.l. for ἐμμαπέως, but cf. ἐμματέων· ψηλαφῶν, Hsch.). 2 implant a sting, of a bee, Nic.Th.809. 3 ἐμματούμενος, = μασώμενος, v.l. for ἐνδατούμενος in Sch.S.Tr.791.
German (Pape)
[Seite 807] mit dem hineingesteckten Finger befühlen, zum Erbrechen reizen, Nic. Al. 137; s. ἐμμαπέω. – Aber ἐμματούμενος ist v. l. bei Schol. Soph. Tr. 793 für ἐνδατούμενος u. wird μασώμενος erkl.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμμᾰτέω: καθίημι τοὺς δακτύλους διὰ τοῦ στόματος εἰς τὸν φάρυγγα ὅπως ἐμέσω, Νικ. Ἀλεξιφ. 138· πρβλ. εἰσμαίομαι.