εἰσμαίομαι
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
used by Hom. only in Ep. aor. I, touch to the quick, affect greatly, μάλα γάρ με θανὼν ἐσεμάσσατο θυμόν Il.17.564; ὃς ἐμόν γε μάλιστ' ἐσεμάσσατο θυμόν 20.425.—The pres. εἰσμαίομαι is not found, cf. ἐπιμαίομαι, εἰσματέομαι.
French (Bailly abrégé)
seul. ao. épq. 3ᵉ sg. ἐσεμάσσατο;
atteindre profondément, causer une grande peine à, acc..
Étymologie: εἰς, μαίομαι.
Russian (Dvoretsky)
εἰσμαίομαι: ион. ἐσμαίομαι (только aor. ἐσεμασσάμην) больно задевать: ἐσεμάσσατό με θυμὸν θανών Hom. его смерть глубоко потрясла меня.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσμαίομαι: ἀποθ., ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον κατ’ Ἐπ. ἀόρ. α΄, ἐγγίζω, συγκινῶ, καθάπτομαι, μἀλα γάρ με θανὼν ἐσεμάσσατο θυμόν, «πάνυ γὰρ ἀποθανὼν ἔπληξέ μου τὴν ψυχὴν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ρ. 564· ὃς ἐμόν γε μάλιστ’ ἐσεμάσσατο θυμὸν Υ. 425. ΙΙ. ἐμβάλλω (τὴν χεῖρα), εἰ μή τις διαταμὼν τὸν ἄνθρωπον ἔπειτα ἐσμασάμενος ἐς τὴν κοιλίην ἐκ τοῦ εἴσωθεν τῇ χειρὶ ἐς τὸ ἔξω ἀντωθέοι Ἱππ. π. Ἄρθρ. 811Η, πρβλ. 618. 35· πλῆρες, τὴν χεῖρα ἔσω ἐσμάσασθαι Ἀρεταῖος π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 9· κατὰ Δωρικὸν τύπον, ἐς κόλπον... ἐσεμάξατο χεῖρας Θεόκρ. 17. 37. - Ὁ ἐνεστὼς εἰσμαίομαι ὑποτίθεται κατ’ ἀναλογίαν τοῦ ἐπιμαίομαι (πρβλ. μαίομαι), ὅπερ ἀπαντᾷ παρ’ Ὁμ., μετὰ τοῦ ἀορ. α΄ ἐπεμασάμην, Ἐπ. ἐπεμασσάμην· - ὑπάρχει ἐνεστώς τις ἐσμάττεσθαι ἐν Ἱππ. π. Ἄρθρ. 799Β, μνημονευόμενος καὶ ὑπὸ τοῦ Γαλην. 12. 343C· ἀλλὰ τὰ ττ εἶναι ἀπαράδεκτα ἐν τῇ Ἰων. διαλέκτῳ καὶ πιθανῶς ὁ Ἱππ. ἔγραψεν ἐσματεύεσθαι, ὅπερ ἀλλαχοῦ μεταχειρίζεται, τῷ δακτύλῳ ἐσματευόμενον 618, 41, πρβλ. 803D· ἡ ὁμοιότης τοῦ ἐσεμάξατο (ἴδε ἀνωτ.) πρὸς τὸ προσεμάξατο (ἐκ τοῦ προσμάσσω) εἶναι τυχαία.
Greek Monolingual
εἰσμαίομαι (Α)
λυπώ, συγκινώ.
Greek Monotonic
εἰσμαίομαι: γʹ ενικ. Επικ. αορ. αʹ ἐσεμάσσατο·
I. συγκινώ αμέσως, επηρεάζω, συγκινώ πολύ, σε Ομήρ. Ιλ.
II. θέτω, βάζω το χέρι για να αισθανθώ, να νιώσω, ἐσεμάξατο χεῖρας (Δωρ. τύπος), σε Θεόκρ.
Middle Liddell
3rd sg. epic aor1, ἐσεμάσσατο
I. to touch to the quick, affect greatly, Il.
II. to put in the hand to feel, ἐσεμάξατο χεῖρας (doric form) Theocr.