ὑποκαθίζω

From LSJ
Revision as of 10:03, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13b)

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποκαθίζω Medium diacritics: ὑποκαθίζω Low diacritics: υποκαθίζω Capitals: ΥΠΟΚΑΘΙΖΩ
Transliteration A: hypokathízō Transliteration B: hypokathizō Transliteration C: ypokathizo Beta Code: u(pokaqi/zw

English (LSJ)

   A place in ambush, λόχον ἐν ὕλαις Id.9.56:—Med., lie in ambush, ὑ. ὑπὸ τῷ τείχει X.HG7.2.5.    II intr. in Act., lie in ambush, Plb.12.4.14, etc.    2 sink down, form a sediment, Gal.13.285, Placit.1.4.2.    3 sit down under, ὡς . . ἐκ τῆς σκιᾶς (sc. τῆς σμίλακος) τοὺς ὑποκαθίσαντας . . βλάπτεσθαι Dsc.4.79.

German (Pape)

[Seite 1219] (s. ἵζω), darunter od. heimlich niedersetzen, in Hinterhalt legen, D. Hal. 9, 56; u. med. im Hinterhalt liegen, ὑπεκαθίζοντο ὑπὸ τῷ τείχει Xen. Hell. 7, 2,5. So auch im act., κλέπτης ὑποκαθίσας Pol. 12, 4,14.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποκαθίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, τοποθετῶ τινα ὅπως ἐνεδρεύσῃ, τάττω εἰς ἐνέδραν, λόχον τινὰ ὑποκαθίσαντας ἐν ὕλαις ἐπιλέκτων ἀνδρῶν Διονύσ. Ἁλ. 9. 56. - Μέσ., καθέζομαι εἰς ἐνέδραν, τῆς νυκτὸς ὑπεκαθίζοντο ἐν αὐτῷ τῷ τείχει Λατ. subsidēre, Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 5. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., ἐνεδρεύω, κλέπτης ὑποκαθίσαι Πολύβ. 12. 4, 14, κλπ. 2) κατακάθημαι, «κατακαθίζω», Πλούτ. 2. 878D.