σκυθρωπάζω
νίψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν → wash the sins, not only the face | wash my transgressions, not only my face
English (LSJ)
A look angry or sullen, be of a sad countenance, Ar. Lys.7, Pl.756; ὡς οὐδὲν ἦσθα πλὴν σκυθρωπάζειν μόνον Amphis 13, cf. Antiph.218.3, PCair.Zen.481.30 (iii B.C.): aor. 1, ἐσκυθρώπασαν ἀκούσαντες X.Cyr.6.2.21; σφόδρα πάνυ σκυθρωπάσας Aeschin.2.36, cf. Thphr.Char.14.7: pf. ἐσκυθρωπακέναι Pl.Alc.2.138a; ἐσκυθρωπακώς D.45.68. 2 to be of a sad colour, Philostr.Im.1.28.
German (Pape)
[Seite 906] zornig, unwillig, mürrisch, traurig aussehen; Ar. Lys. 7 Plut. 756; ἐσκυθρωπακέναι, Plat. Alc. IL A; Xen. Cyr. 6, 2, 21; σκυθρωπάσας, verwirrt, Aesch. 1, 83; Dem.; Folgde, Alciphr. 1, 34; von der Farbe, dunkel, finster aussehen, Jac. Philostr. imagg. p. 378.
Greek (Liddell-Scott)
σκυθρωπάζω: ἔχω ὄψιν δυσηρεστημένου ἢ ὠργισμένου, ἔχω ὄψιν κατηφῆ, «κατσουφιάζω», τὸ πλεῖστον ἐν τῷ ἐνεστ., μή σκυθρώπαζε, ὦ τέκνον Ἀριστοφ. Λυσ. 7, Πλ. 756· ὡς οὐδέν ἦσθα πλήν σκυθρωπάζειν μόνον Ἄμφις ἐν «Δεξιδημίδῃ» 1, πρβλ. Ἀντιφάν. ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 2· ἀόρ. α΄, ἐσκυθρώπασαν ἀκούσαντες Ξεν. Κύρ. 6. 2, 21· σφόδρα πάνυ σκυθρωπάσας Αἰσχίν. 33. 5· πρκμ. ἐσκυθρωπακέναι Πλάτ. Ἀλκ. 2 ἐν ἀρχ.· ἐσκυθρωπακώς. Δημ. 1122. 12· πρβλ. σκυθρωπός. 2) ἔχω χρῶμα λυπηρόν, μελαγχολικόν, κλίνω εἰς τὸ μέλαν, Ἰακώψ. Φιλοστρ. Εἰκόν σ. 378.