ψυγμός
τὸ δὲ μέλλον ἀκριβῶς οἶδεν οὐδεὶς θνατὸς ὅπᾳ φέρεται → but as for the future no mortal knows for certain where he is bound
English (LSJ)
ὁ,
A chilliness, dampness, Porph.Abst.1.28, Vett.Val.127.5(pl.). 2 cold fit of an ague, or rigor caused by poison, Ruf. ap. Orib. 8.24.17, Dsc.5.11, Gal.11.519, Poll.4.186; cf. ψυχμός. II dryingplace, σαγηνῶν LXX Ez.26.5, 14: ψ. ἁλιέων Pap. in Hermes 40.548; also ψ. γναφέων PTeb.86.45,51 (ii B. C.); εἰς ψυγμὸν ἐργάταις PSI 4.332.27 (iii B. C.); τῷ συμψήσαντι τὸν ψυγμόν PPetr.2p.110 (iii B. C.); ἐφ' ὃν ἔχομεν ἐν τῷ ψυγμῷ σὺν τῷ ἀχύρῳ κνῆκον PRyl.69.9 (i B. C.). III refreshment, ἔψυξαν ἑαυτοὺν ψυγμούς LXX Nu.11.32.
German (Pape)
[Seite 1402] ὁ, 1) das Abkühlen, Erkälten. – 2) der Fieberfrost, Maneth. 3, 276. – 3) das Trocknen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ψυγμός: ὁ, ψῦξις, ρῖγος, κρύωμα, ὑγρασία, Πορφύρ. περὶ Ἀποχῆς Ἐμψ. Ι. 28. 2) τὸ ῥῖγος πυρετοῦ, Μανέθων 2. 443, Πολυδ. Δ΄, 186. ΙΙ. τόπος πρὸς ξήρανσιν, ψυγμὸς σαγηνῶν ἔσται (δηλ. ἡ Τύρος), τόπος διὰ στέγνωμα δικτύων, Ἐβδ. (Ἰεζεκ. ΚϚ΄, 5, 14).