τεθρυμμένως
From LSJ
Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → Root of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)
English (LSJ)
Adv., (θρύπτω)
A wantonly, effeminately, Plu.2.801a.
German (Pape)
[Seite 1079] adv. part. perf. pass. vou θρύπτω, weichlich, schwelgerisch, Plut. reip. ger. praec. 4.
Greek (Liddell-Scott)
τεθρυμμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ θρύπτω, μαλθακῶς, θηλυπρεπῶς, ἡδυπαθῶς, τοῖς ἀσελγῶς καὶ τεθρυμμένως ζῶσιν Πλούτ. 2. 801Α.