κατακωχή
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
κατακώχιμος, incorrect forms for κατοκωχή, -Χιμος.
German (Pape)
[Seite 1358] ἡ, das Zurückhalten, Aufhalten, Suid. erkl. κατάσχεσις. – Bei Plat. v. l. für κατοκωχή, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
κατακωχή: κατακώχιμος, ἀδόκιμος τύπος ἀντὶ τῶν κατοκωχή, -χιμος.