ὑπονομή
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
English (LSJ)
ἡ,
A underground passage, mine, Str.13.1.67, D.S.20.94. II metaph., in pl., secret stratagems or intrigues, Hsch. III burrowing of rabbits, Str.3.5.2.
German (Pape)
[Seite 1227] ἡ, unterirdischer Gang, Mine; D. Sic. 20, 94; Strab. – Uebertr., Listen, Ränke, Schliche, Hesych.
Greek Monolingual
ἡ, Α ὑπονέμομαι
1. υπόγεια δίοδος, υπόνομος
2. διάνοιξη υπονόμων
3. μτφ. δόλια, ύπουλη ενέργεια με σκοπό την πρόκληση βλάβης, υπονόμευση.