μυθίζω
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
English (LSJ)
A = μυθέομαι, Dor.μυθίσδω Theoc. 10.58, 20.11; Lacon. μυσίδδω Ar.Lys.94, 1076: aor. μυσίξαι ib.981:— Med., ψεύδεα κατὰ πάντων μ. Perict. ap. Stob.4.28.19, cf. Orph.A. 191.
German (Pape)
[Seite 214] = μυθεύω, Strat. 23 (XII, 281). – Auch im med., Orph. Arg. 189 u. a. sp. D. S. das lakon. μυσίδδω.
Greek (Liddell-Scott)
μῡθίζω: μεταγεν. τύπος ἀντὶ μυθέομαι, Δωρ. μυθίσδω, Θεόκρ. 10. 58., 20. 11, Λακων. μυσίδδω Ἀριστοφ. Λυσ. 94, 1076: ἀόρ. μυσίξαι αὐτόθι 981· - ὡσαύτως ὡς ἀποθ. μυθίζομαι, Περικτυόνη παρὰ Στοβ. 487. 35, Ὀρφ. Ἀργ. 189.