τιτύρινος
ἐν μὲν γὰρ ταῖς ἐπιστολαῖς αὐτοῦ οὐδὲ μνήμην τῆς οἰκείας προσηγορίας ποιεῖται, ἢ πρεσβύτερον ἑαυτὸν ὀνομάζει, οὐδαμοῦ δὲ ἀπόστολον οὐδ' εὐαγγελιστήν (Eusebius, Demonstratio evangelica 3.5.88) → For in his epistles he doesn't even make mention of his own name — or simply calls himself the elder, but nowhere apostle or evangelist.
English (LSJ)
[ῠ] αὐλός, ὁ, a
A shepherd's pipe, Artem.Eph. ap. Ath.4.182d, cf.Amerias ib.176c, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1121] αὐλός, eine Schalmei oder Hirtenflöte, wahrscheinlich von dem Hirtennamen Τίτυρος abgeleitet, Ath. IV, 182 c aus Artemid.
Greek (Liddell-Scott)
τῑτύρῐνος: αὐλός, ὁ, ποιμενικὸς αὐλός, «μόναυλος, ἢ αὐλὸς καλάμινος» (Ἡσύχ.), - «ὁ δὲ καλάμινος αὐλὸς τιτύρινος καλεῖται παρὰ τοῖς ἐν Ἰταλίᾳ Δωριεῦσιν ὡς Ἀρτεμίδωρος ἱστορεῖ» Ἀθήν. 182D, πρβλ. 176C.