ἔπηλυς
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
ῠδος, ὁ, ἡ, ἔπηλυ, τό, (ἐπήλυθον)
A one who comes to a place, ἔλθετ' ἐπήλυδες αὖθις come back to me (for they were going away), S. Ph.1190 (anap.). II incomer, stranger, foreigner, opp. αὐτόχθων, Hdt.1.78, 4.197; ἄνδρας πολεμίους ἐ. A.Pers.243 (troch.), cf. Th.34, Supp.195, Th.1.29; Adj., ἔ. γένεσις Pl.Mx.237b; ἔ. βίος J.AJ8.12.2: also in neut. pl., ἐπήλυδα ἔθνεα Hdt.8.73: neut. sg., ἐπήλυδος γένους D.H.1.60; ὕδωρ ἔπηλυ Paus.2.5.3.
German (Pape)
[Seite 920] υδος, ὁ, ἡ (ἤλυθον), der Ankömmling, Fremdling; πῶς ἂν οὖν μένοιεν ἄνδρας πολεμίους ἐπήλυδας Aesch. Pers. 243; ὦ ξένοι ἔλθετ' ἐπήλυδες αὖθις, kommt wieder, Soph. Phil. 1175; ξενοφονεῖν ἐπήλυδας Eur. I. T. 1021; adjectivisch, ἡ τῶν προγόνων γένεσις οὐκ ἔπηλυς οὖσα, ihre Abstammung war keine auswärtige, fremde, Plat. Menex. 237 b; Ggstz von αὐτόχθων, Her. 1, 78. 4, 197; Isocr. 4, 33; Thuc. 1, 29; auch ἐπήλυδα ἔθνεα, Her. 8, 73; τοῦ ἐπήλυδος γένους, D. Hal. 1, 60; τὸ ὕδωρ ἔπηλυ, Paus. 2, 5, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἔπηλῠς: -ῠδος, ὁ, ἡ, ἔπηλυ, τό, (ἐπήλυθον) ἐπανερχόμενος, ἔλθετ’ ἐπήλυδες αὖθις, στράφητε καὶ ἔλθετε πάλιν (ἐπειδὴ ἀνεχώρουν), Σοφ. Φιλ. 1190. ΙΙ. ξένος, νεωστὶ ἐλθών, ἄλλοθεν ἐλθών, Λατ. advena, ἀντίθ. τῷ αὐτόχων, Ἡρόδ. 1. 78., 4. 197, καὶ Ἀττ., ἄνδρας πολεμίους ἐπ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 243, πρβλ. Θήβ. 34, Ἱκέτ. 195·- ὡσαύτως κατ’ οὐδέτ. πληθ., ἐπήλυδα ἔθνεα Ἡρόδ. 8. 73· οὐδέτ. ἑνικ., ἐπήλυδος γένους Διον. Ἁλ. 1. 60· ὕδωρ ἔπηλυ Παυσ. 2. 5, 3, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. ἐπήλυδας. 2) = προσήλυτος, Φίλων ΙΙ. 392. 21, Κλήμ. Ἀλ. Ι. 1028Β.