κῦδος

From LSJ
Revision as of 11:00, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_6)

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῦδος Medium diacritics: κῦδος Low diacritics: κύδος Capitals: ΚΥΔΟΣ
Transliteration A: kŷdos Transliteration B: kydos Transliteration C: kydos Beta Code: ku=dos

English (LSJ)

εος, τό,

   A glory, renown, esp. in war, ὡς ἄν μοι τιμὴν . . καὶ κ. ἄρηαι Il.16.84; ἐκ δὲ Διὸς τιμὴ καὶ κ. ὀπηδεῖ 17.251; Ἕκτορι κ. ὄπαζεν (sc. Ἀπόλλων) 16.730; ὁπποτέροισι πατὴρ Ζεὺς κ. ὀρέξῃ 5.33; κ. ἀρέσθαι to win glory, 12.407, etc.; κύδεϊ γαίων 1.405, 5.906; of a person, μέγα κ. Ἀχαιῶν glory of the Achaeans, of Odysseus, 9.673, Od.12.184; of Nestor, Il.14.42, Od.3.79.—Ep. word, also in Alc.Supp.23.13, Hdt.7.8.ά, Democr.215, Pi.P.2.89, al., A.Th.317 (lyr.), Pers.455 (not in S. or E.); in a mock-heroic line, Ar.Eq.200; never in Att. Prose.

German (Pape)

[Seite 1524] τό, Ruhm, Ehre, bes. Kriegsruhm; ἐκ δὲ Διὸς τιμὴ καὶ κῦδος ὀπηδεῖ Il. 17, 251, öfter; μάρνασθ', ὁπποτέροισι πατὴρ Ζεὺς κῦδος ὀρέξει 5, 33, wie κῦδος ὀπάζειν 17, 630; ἐγγυαλίζειν, 15, 491; προτιάπτειν, 24, 110; ἠράμεθα μέγα κῦδος, ἐπέφνομεν Ἕκτορα δῖον 22, 393, u. öfter κῦδος ἀρέσθαι, Ruhm für sich in dem Kampfe davontragen; auch = körperliche Ueberlegenheit, die den Siegesruhm begründet, κύδεϊ γαίων, seiner Kraft sich freuend, im Hochgefühle seiner Macht, von Zeus, von Briareos, 1, 405, von Ares 5, 906; μέγα κῦδος Ἀχαιῶν, großer Ruhm, Zierde u. Stolz der Achäer, vom Nestor, 14, 42, vom Odysseus, Od. 12, 184, öfter. Auch übh. Gelingen, Gedeihen, preiswürdiger Erfolg, denn Tüchtigkeit u. Gelingen erwirbt Ruhm, vgl. Nitzsch zu Od. 3, 57. – Ruhm, Siegesruhm ist es bei Pind., ἔδωκεν μέγα κ. P. 2, 89, vgl. I. 1, 50 ὃς ἀμφ' ἀέθλοις ἢ πολεμίζων ἄρηται κῦδος ἁβρόν, u. bei Aesch., ὡς γὰρ θεὸς ἔδωκε ναῶν κῦδος Ἕλλησιν μάχης Pers. 447, ἄροισθε κῦδος πολίταις Spt. 299. – Nach Schol. Ap. Rh. 1, 1337 ὁ κῦδος = λοιδορία παρὰ Συρακοσίοις, u. so VLL.; vgl. Zenob. 4, 70, der auch bemerkt, daß die erste Sylbe davon kurz sei. Vgl. κυδάζω.

Greek (Liddell-Scott)

κῦδος: -εος, τό, δόξα, φήμη, μάλιστα ἐν πολέμῳ, ὡς ἄν μοι τιμήν... καὶ κῦδος ἄρηαι Ἰλ. Π. 84· ἐκ δὲ Διὸς τιμὴ καὶ κῦδος ὀπηδεῖ Ρ. 251· Ἕκτορι κῦδος ὄπαζεν (δηλ. ὁ Ζεὺς) Π. 730· ὁπποτέροισι πατὴρ Ζεὺς κῦδος ὀρέξει 5. 33· ἀλλὰ συνήθως ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὴν φράσιν, κῦδος ἀρέσθαι, κτᾶσθαι δόξαν, Μ. 407, κτλ.· κύδεϊ γαίων, ἐπὶ τοῦ Βριάρεω, Α. 405, κτλ.· ἐπὶ τοῦ Ἄρεως, Ε. 906· ἐν χρήσει καὶ ὅταν τις ἀποτείνῃ τὸν λόγον πρός τινα, ὡς τιμητικὸν ἐπίθετον, μέγα κῦδος Ἀχαιῶν, μεγάλη δόξα τῶν Ἀχ., ὡς τὸ Λατ. decus, ἐπὶ τοῦ Ὀδυσσέως, Ι. 673, Ὀδ. Μ. 184· ἐπὶ τοῦ Νέστορος, Ἰλ. Ξ. 42, Ὀδ. Γ. 79. ― Ἐπικ. λέξ. ἀπαντῶσα καὶ παρ’ Ἡροδ. 7. 8, 1, Πινδ. Π. 2. 165, κ. ἀλλ.· ἐν χρήσει παρὰ μόνῳ τῷ Αἰσχύλῳ ἐκ τῶν Τραγ. ἐν Θήβ. 317, Πέρσ. 455· ἐν παρῳδουμένῳ ἡρωϊκῷ στίχῳ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 200· οὐδέποτε ἐν τῷ πεζῷ Ἀττ. λόγῳ.