δύσριγος
From LSJ
ἃ γὰρ δεῖ μαθόντας ποιεῖν, ταῦτα ποιοῦντες μανθάνομεν → what we have to learn to do we learn by doing
English (LSJ)
ον,
A impatient of cold, sensitive to cold, ζῷα Hdt.5.10, cf.Arist.HA605a20 (Sup.), Men.1007, J.AJ7.14.3, Plu.2.916a; of plants, Thphr.HP6.7.3. Adv. -γως Ruf. ap. Orib. 8.24.61, Agathin.ib.10.7.17: Comp. -οτέρως, διάγειν Arist.Pr.863a2.
German (Pape)
[Seite 688] sehr frostig; ζῶα Her. 5, 10; Ar. bei Poll. 4, 186 u. Men. bei Phryn. 418, wo es für unatt. erkl. wird; Arist. H. A. 8, 25 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δύσρῑγος: -ον, δυσκόλως ὑπομένων τὸ ῥῖγος, λίαν εὐαίσθητος εἰς τὸ ψῦχος, ζῷα Ἡρόδ. 5. 10, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8, 25 κ. ἀλλ. ― Ἐπίρρ. δυσριγοτέρως διάγειν ὁ αὐτ. Προβλ. 1. 29.