ἄδακρυς
From LSJ
English (LSJ)
υ, gen. υος,
A tearless, αἰών Pi.O.2.66, E.Alc.1047, Clearch. 8; ὑπὸ τροφῷ ἄ., of a healthy child, Theoc.24.31. II = ἀδάκρυτος 11, E.Med.861 (lyr.): costing no tears, πόλεμος D.S.15.72; μάχη Plu.Ages.33.
German (Pape)
[Seite 31] υος, thränenlos, αἰών Pind. Ol. 2, 73; μοῖρα Eur. Med. 861; Sp.; νίκη Plut. fort. Rom. 4; πόλεμος Zenob. 1, 28.
Greek (Liddell-Scott)
ἄδακρῠς: υ, γεν. υος, = ἀδάκρυτος Ι. Πινδ. Ὀ. 2.120, Εὐρ. Ἄλκ. 1047· ὑπὸ τροφῷ ἄδακρυς, ἐπὶ ὑγιοῦς παιδός, Θεόκρ. 24. 31. ΙΙ. ἀδάκρυτος ΙΙ. Εὐρ. Μήδ. 861· μὴ προξενήσας δάκρυα, πόλεμος, νίκη, Διοδ. 15. 72, Πλούτ, 2. 318Β.