παρασκώπτω
From LSJ
τό γε μὴν ἀόργητον ἀνδρός ἐστι σοφοῦ → and to be able also to subdue anger is the part of a wise man
English (LSJ)
A intervene with jests, h.Cer.203 ; π. τι εἴς τινας Plu. Cic.38, cf. Demetr.28.
German (Pape)
[Seite 499] zugleich, auf eine versteckte Weise verspotten; τινά, H. h. Cer. 203; τῷ παρασκῶψαί τι καὶ γελοῖον εἰπεῖν, Plut. Demetr. 28; τὶ εἴς τινα, Cic. 38.
Greek (Liddell-Scott)
παρασκώπτω: σκώπτω πλαγίως, Ὁμηρ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 203· π. τι εἴς τινα Πλουτ. Κικ. 38, πρβλ. τοῦ αὐτοῦ Δημήτρ. 28, κλ.