δακτύλιος
English (LSJ)
[ῠ], Boeot. δακκύλιος (v. δάκτυλος), ὁ,
A ring, signet, Sapph.35, Hdt.2.38, Ar.Pl.884, Pl.R.359e; ὁ ἐπὶ τοῦ δ. keeper of the signet, LXX To.1.22; ὁ τῆς πόλεως δ. OGI229.88 (Smyrna, iii B. C.); δ. φαρμακίτης Eup.87, cf. Antiph.177. II anything ringshaped, as, 1 felloe of a wheel, Poll.1.145. 2 anus, Dsc.1.70, Luc.Demon.17, PRyl.28.68 (iv A. D.). 3 pl., movable rings on a bit, X.Eq.10.9. 4 stone to which mooring-cables were attached, Hsch. 5 door-handle, Id. 6 end of the steering-paddle, Id.
German (Pape)
[Seite 520] ὁ, Ring, Siegelring, Her. 2, 38; Plat. Theaet. 191 d u. öfter, wie Folgde; über δ. φαρμακίτης s. Mein. II, 454. Alles Ring- oder Kreisförmige, Sp. – Bei Diosc. u. Luc. Demon. 17 = der After; vgl. Poll. 2, 110.
Greek (Liddell-Scott)
δακτύλιος: [ῠ], ὁ, δακτυλίδιον, δακτύλιος μετὰ σφραγῖδος, Σαπφὼ 39, Ἡρόδ. 2. 38, Πλάτ. Πολιτ. 359Ε· συχνάκις ἐφόρουν αὐτοὺς ὡς φυλακτήρια, Ἀριστοφ. Πλάτ. 884· δ. φαρμακίτης, Εὔπολ. Δημ. 22. ΙΙ. πᾶν πρᾶγμα ἔχον τὸ σχῆμα δακτυλίου, οἷον, 1) τοῦ τροχοῦ ἡ περιφέρεια, Πολυδ. Α΄, 145. 2) ὁ πρωκτός, ὁ σφιγκτήρ. Διοσκ. 1. 89, Λουκ. Δημών. 17· πρβλ. Λατ. anus, annulus.