περιβαίνω

From LSJ
Revision as of 10:07, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13b)

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιβαίνω Medium diacritics: περιβαίνω Low diacritics: περιβαίνω Capitals: ΠΕΡΙΒΑΙΝΩ
Transliteration A: peribaínō Transliteration B: peribainō Transliteration C: perivaino Beta Code: peribai/nw

English (LSJ)

fut. -βήσομαι: aor. περιέβην, Ep. περίβην (v. infr.) :—

   A go round, esp. of one defending a fallen comrade, bestride him, ἀλλὰ θέων περίβη καί οἱ σάκος ἀμφεκάλυψε Il.8.331, 13.420, cf. Plu.Nic.13; π. τὰ πίπτοντα σώματα D.S.17.25 : c. gen., περιβῆναι ἀδελφειοῦ κταμένοιο Il.5.21; περὶ τρόπιος βεβαῶτα Od.5.130: and c. dat., Πατρόκλῳ περιβάς Il.17.80, cf. 313; ὡς δὲ κύων . . περὶ σκυλάκεσσι βεβῶσα Od.20.14, cf. Ar.Eq.1039.    2 bestride, as a rider does a horse, ἵππον Plu. Pyrrh.11, 2.213e; ἐς ἵππον Malch.p.394 D.; οἱ περιβεβηκότες those mounted on the elephants, D.S.17.88; of the male camel, Arist.HA 540a14; περὶ τὴν ψωλὴν π. Ar.Lys.979 (anap.).    II of sound, come round one's ears, τινι S.Ant.1209.    III Aeol., pass by or beyond, in Pass., περβέβαται χρόνος Alc.Oxy.1788 Fr.15 ii 17 (p.38 Lobel).

German (Pape)

[Seite 569] (s. βαίνω), umschreiten, umgehen od. darüber ausschreiten, treten, bes. zum Schutz, um zu vertheidigen; absolut, Il. 8, 331. 13, 420. 14, 424; ἃς περὶ Πατρόκλῳ βαῖνε, 17, 6, was man als Tmesis hierherzieht; – c. gen., οὐδ' ἔτλη περιβῆναι ἀδελφειοῦ κταμένοιο, Il. 5, 21; c. dat., Ἱπποθόῳ περιβάντα, 17, 313; vgl. Ael. N. A. 3, 46. 6, 62 u. s. ἀμφιβαίνω u. περί, – Uebertr. sagt Soph. τῷ δ' ἀθλίας ἄσημα περιβαίνει βοῆς, Ant. 1194, Schol. περιστοιχίζεται, es umtönt sein Ohr, wo Nichts zu ändern ist; περί τι, Ar. Lys. 979, im obscönen Sinne; vgl. Plut. Lacon. apophth. p. 188, κάλαμον περιβεβηκὼς ὥςπερ ἵππον, mit ausgespreizten Beinen umfaßt halten, darüberstehen (vgl. περιβάδην); so Ael. V. H. 12, 15.

Greek (Liddell-Scott)

περιβαίνω: μέλλ. -βήσομαι· ἀόρ. περιέβην, Ἐπίκ. περίβην. Βαίνω, περί, ἐπὶ τοῦ ὑπερασπίζοντος πεσόντα σύντροφον, ἢ βαίνω, περὶ αὐτόν, ἢ μᾶλλον ὡς τὸ ἀμφιβαίνω, ἵσταμαι περὶ αὐτόν, ἀλλὰ θέων περίβη καὶ οἱ σάκος ἀμφεκάλυψε Ἰλ. Θ. 331., Ν. 420, πρβλ. Πλουτ. Νικίαν 12· μετὰ γεν., περιβῆναι ἀδελφειοῦ κταμένοιο Ἰλ. Ε. 21· καὶ μετὰ δοτ., Πατρόκλῳ περιβὰς Ρ. 80. 313, ἴδε αὐτόθι 6. καὶ 137· ὡς δὲ κύων .. περί σκυλάκεσσι βεβῶσα Ὀδ. Υ. 14, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1039 οὕτω, περὶ τρόπιος βεβαῶτα Ὀδ. Ε. 130· πρβλ. περὶ Β. Ι. 2. 2) ἱππεύω, «καβαλλικεύω», καὶ περιβάντα Νισαῖον ἵππον ἡγεῖσθαι Πλουτ. Πύρρ. 11, πρβλ. Wyttenb. 2. 213E· εἰς ἵππον Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξ. ἅρματος· οἱ περιβεβηκότες, οἱ ἐπὶ τῶν ἐλεφάντων ὀχούμενοι, Διόδ. 17. 88, πρβλ. περιβάδην· - ἐπὶ τῆς ἄρρενος καμήλου, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 5 2. 8, πρβλ. Ἀριστοφ. Λυσ. 979. ΙΙ. ἐπὶ ἤχου, περιηχῶ εἰς τὰ ὦτά τινος, περιβομβῶ, τινὶ Σοφ. Ἀντ. 1209· πρβλ. περιάγνυμι.