πρόσχωμα
From LSJ
Ἴσον θεῷ σου τοὺς φίλους τιμᾶν θέλε → Honora amicos tamquam honorares deos → Verehre willig deine Freunde Göttern gleich
English (LSJ)
ατος, τό,
A alluvial deposit, π. Νείλου, of the Delta of the Nile, A.Pr.847; ποταμῶν Str.13.1.36. II mound raised for attacking a city, LXX 2 Ki.20.15, al.
German (Pape)
[Seite 789] τό, der vom Wasser, bes. von Flüssen abgesetzte Schlamm, das Angeschwemmte, Νείλου, Aesch. Prom. 849. τό, der vom Wasser, bes. von Flüssen abgesetzte Schlamm, das Angeschwemmte, Νείλου, Aesch. Prom. 849.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσχωμα: τό, πρόσχωσις, γῆ σχηματιζομένη ἐκ τῆς ἰλύος ποταμοῦ, πρ. Νείλου, ἐπὶ τοῦ Δέλτα τοῦ Νείλου, Αἰσχύλ. Πρ. 847, πρβλ. Στράβ. 598. ΙΙ. συσσώρευσις χώματος ἐν εἴδει λόφου πρὸς ἐπίθεσιν ἐναντίον πόλεως, Ἑβδ. (Β΄ Βασιλ. Κ΄, 15).