θαμά
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
English (LSJ)
(oxyt., A.D.Adv.153.5, Hdn.Gr.2.141), Adv.
A often, Il.16.207, Od.16.27, Pi.O.1.17, B.12.193, S.El.524, Ar.Eq.990 (lyr.), Pl. 1166, Pl.Phd.72e, X.Mem.2.1.22; θ. τῆς ἡμέρας POxy.1158.4 (iii A.D.). (Orig. 'thickly', cf. θαμέες, θάμνος.)
German (Pape)
[Seite 1185] (ἅμα), in Haufen, dichtgedrängt, schaarenweis, θαμὰ θρώσκοντας ὀϊστο ύς Il. 15, 470. Häufiger von der Zeit, oft, häufig, oft od. schnell nach einander, ταῦτα θάμ' ἐβάζετε Il. 16, 207; Od. 16, 27 u. öfter; Pind. Ol. 1, 25 u. öfter; κακῶς κλύουσα πρὸς σέθεν θαμά Soph. El. 514, öfter; Eur. I.T. 6. Auch in Prosa, Plat. Phaed. 72 e Parmen. 130 a; καὶ ἐκ τῶν ὕπνων ὥςπερ οἱ παῖδες θαμὰ ἐγειρόμενος δειμαίνει Rep. I, 330 e; Xen. Mem. 2, 1, 22; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
θᾰμά: ἐπίρρ., συχνάκις, συχνά, πολλάκις, Ἰλ. Π. 207, καὶ Ὀδ.· οὕτω παρὰ Πινδ., Τραγ., Ἀριστοφ., καὶ παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττ., οἷον Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 22, Πλάτ. Φαίδωνι 72Ε. (Περὶ τοῦ τύπου ἴδε θαμάκις, θαμειός, θαμινός, θαμίζω, κτλ.).