συγχωρητέος
From LSJ
μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides
English (LSJ)
α, ον,
A to be conceded, Luc.Herm.74. 2 neut. συγχωρητέον, one must concede, Pl.Phdr.234e, etc.: so in pl. συγχωρητέα, S.OC1426, Pl.Lg. 895a, etc.
Greek (Liddell-Scott)
συγχωρητέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθετ., ὃν πρέπει νὰ ἐπιτρέψῃ τις, εἴπερ δεκτέα καὶ εἰ συγχωρητέα Λουκ. Ἑρμότ. 74. 2) οὐδ., συγχωρητέον, δεῖ συγχωρεῖν, παραχωρεῖν, Πλάτ. Φαῖδρ. 234Ε κτλ.· οὕτως ἐν τῷ πληθ. συγχωρητέα, Σοφ. Ο. Κ. 1426, Πλάτ. Νόμ. 895Α, κτλ.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de συγχωρέω.