ἄλεσις
From LSJ
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
English (LSJ)
εως, ἡ, (ἀλέω)
A grinding, Gp.2.32.1.
German (Pape)
[Seite 93] ἡ, das Mahlen, Geopon.
Greek (Liddell-Scott)
ἄλεσις: -εως, ἡ, (ἀλέω) τὸ ἄλεσμα, Γεωπ. 2. 32˙ πρβλ. ἄλησις˙ ὡσαύτως, ἀλεσμός, ὁ, ἐκ διορθώσεως ἐκ τῶν χειρογράφων ἀντὶ ἀλεστῶν, ἐν Ἰωσήπ. Α. Ι. 3. 10, 5.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ agr. molienda del trigo Gp.2.32.1.