ἀνισότης
From LSJ
Full diacritics: ἀνῐσότης | Medium diacritics: ἀνισότης | Low diacritics: ανισότης | Capitals: ΑΝΙΣΟΤΗΣ |
Transliteration A: anisótēs | Transliteration B: anisotēs | Transliteration C: anisotis | Beta Code: a)niso/ths |
ητος, ἡ,
A inequality, Pl.Phd.74c, al., Arist.Pol.1302a26, etc.: pl., Procl.Hyp.5.3.
ἀνῐσότης: -ητος, ἡ, ἔλλειψις ἰσότητος, Πλάτ. Φαίδων 74Β, καὶ ἀλλαχοῦ, Ἀριστ. Πολ. 5. 1, 7, καὶ ἀλλαχοῦ.
ητος (ἡ) :
inégalité.
Étymologie: ἄνισος.