ὁμογνωμοσύνη
From LSJ
English (LSJ)
ἡ,
A agreement in opinion, J.Ap.2.37, Iamb. ap. Stob.2.33.15.
German (Pape)
[Seite 333] ἡ, gleiche Gesinnung, Ansicht, Clem. Alex.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμογνωμοσύνη: ἡ, τὸ ὁμογνωμονεῖν, Ἰώσηφ. κατὰ Ἀπίωνος 37.
Greek Monolingual
η (Α ὁμογνωμοσύνη) ομογνώμων
ταύτιση γνωμών, ταυτότητα απόψεων, ομοφροσύνη.