φαύσκω
From LSJ
καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)
English (LSJ)
cited in EM673.51, al., but only found in the compds. δια-, ἐπι-, ὑπο-φαύσκω, and in redupl. πιφαύσκω.
German (Pape)
[Seite 1259] = φαύω, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
φαύσκω: μνημονεύεται ἐν τῷ Μ. Ἐτυμ., κλπ., ἀλλ’ εὕρηται μόνον ἐν τοῖς συνθέτοις δια-, ἐπι-, ὑποφαύσκω καὶ ἐν τῷ ἀναδεδιπλ. τύπῳ πιφαύσκω. Πρβλ. φώσκω.
Greek Monolingual
Α
φαύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαF- (< ΙΕ ρίζα bhә2-w- «λάμπω, φωτίζω» [βλ. λ. φως]) + ενεστωτικό επίθημα -σκω (πρβλ. και πι-φαύσκω με ενεστωτικό διπλασιασμό)].