κράταιγος

From LSJ
Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

ἀντὶ λέοντος πίθηκον γίγνεσθαιbecome a monkey instead of a lion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰταιγος Medium diacritics: κράταιγος Low diacritics: κράταιγος Capitals: ΚΡΑΤΑΙΓΟΣ
Transliteration A: krátaigos Transliteration B: krataigos Transliteration C: krataigos Beta Code: kra/taigos

English (LSJ)

ὁ,

   A thorn, Crataegus Heldreichii, Thphr.HP3.15.6.

Greek (Liddell-Scott)

κράταιγος: ὁ, εἶδος ἀκάνθης, crataegus, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 15, 6.

Greek Monolingual

ο (Α κράταιγος και κραταιγών)
γένος δικοτυλήδονων ξυλωδών φυτών που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια ροδίδες και από τον οποίο στην Ελλάδα υπάρχουν οκτώ είδη γνωστά ως μουρτζιές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κράτ-αιγος. Το α' συνθετικό της λ. συνδέεται με τη λ. κρατύς «ισχυρός». Το β' συνθετικό εμφανίζει θ. αιγ- και συνδέεται πιθ. με τη λ. αιγίλωψ, ενώ κατ' άλλη άποψη με τη λ. αἴξ, αἰγός «κατσίκα»].