ἐξαναφανδόν
From LSJ
English (LSJ)
Adv.
A openly, ἐρέω δέ τοι ἐ. Od.20.48.
German (Pape)
[Seite 868] ganz offenbar, Od. 20, 48.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαναφανδόν: ἐπίρρ. = ἀναφανδόν, «ὁλοφάνερα», ἐρέω δέ τοι ἐξαναφανδὸν Ὀδ. Υ. 48.
French (Bailly abrégé)
adv.
au grand jour, ouvertement.
Étymologie: ἐξαναφαίνω, -δον.