πολύκαμπτος

From LSJ
Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύκαμπτος Medium diacritics: πολύκαμπτος Low diacritics: πολύκαμπτος Capitals: ΠΟΛΥΚΑΜΠΤΟΣ
Transliteration A: polýkamptos Transliteration B: polykamptos Transliteration C: polykamptos Beta Code: polu/kamptos

English (LSJ)

ον = foreg., μελέων π.

   A v.l. for πολυπλάγκτων in Parm.16.1.

German (Pape)

[Seite 663] vielfach gebogen, Poll. 4, 73; auch μέλη, Parmenid. bei Arist. metaph. 3, 5.

Greek (Liddell-Scott)

πολύκαμπτος: -ον, ὁ πολὺ καμπτόμενος ἢ πολὺ κεκαμμένος, Θεοφρ. π. Αἰσθ. 66· ὁ ἐκ πολλῶν καμπῶν καὶ στροφῶν ἀποτελούμενος, ἐπὶ ἐντέχνου διακοσμήσεως μουσικῆς, π. μέλη Παρμεν. 146, πρβλ. Πολυδ. Δ΄, 66.

Greek Monolingual

-ον, Α
ο πολυκαμπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + καμπτός (< κάμπτω), πρβλ. εύ-καμπτος].