σπόρος

From LSJ
Revision as of 20:09, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπόρος Medium diacritics: σπόρος Low diacritics: σπόρος Capitals: ΣΠΟΡΟΣ
Transliteration A: spóros Transliteration B: sporos Transliteration C: sporos Beta Code: spo/ros

English (LSJ)

ὁ, (σπείρω)

   A sowing, Hdt.8.109, X.Oec.7.20, Theoc.16.94, etc.; μετὰ τὸν σ. Pl.Ti.42d: metaph., ὁ γαμήλιος σ. καὶ ἄροτος Plu. 2.144b: pl., Thphr.HP7.5.5.    2 seed-time, X.Oec.17.4; ἀπὸ σπόρω Theoc.10.14.    II seed, λίνου σ. Hp.Epid.7.65; σ. ἐν νειοῖσιν βάλλοντες Theoc.25.25, cf. A.R.3.413, Ev.Marc.4.26, etc.    2 harvest, crop, Hdt.4.53, PGrenf.2.36.16 (i B.C.), etc.; ὁ πρώϊμος σ. OGI56.68 (Canopus, iii B.C.); γᾶς σ. S.Ph.706 (lyr.).    3 offspring, Lyc.221,750.    4 semen genitale, v.l. for γονή in Hp.Vict.2.54.

German (Pape)

[Seite 924] ὁ, das Säen, Xen. Oec. 7, 20; die Saat, Her. 8, 109; Plat. Tim. 42 d; der Saamen, Plut. Symp. 4, 5, 2; auch das Erzeugte, φορβὰν ἱερᾶς γᾶς σπόρον, Soph. Phil. 700.

Greek (Liddell-Scott)

σπόρος: ὁ, (σπείρω) τὸ σπείρειν, Ἡρόδ. 8. 109, Ξεν. Οἰκ. 7, 20, Θεόκρ., κλπ.· μετὰ τὸν σπ. Πλάτ. Τίμ. 42D· μεταφορ., ὁ γῆς σπ. καὶ ἄροτος Πλούτ. 2. 144Β· - πληθ., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 5, 5. 2) ἐποχὴ κατάλληλος πρὸς σποράν, Ξεν. Οἰκ. 17, 4· ἀπὸ σπόρω Θεόκρ. 10, 14. ΙΙ. σπέρμα, σπορά, σπ. ἐν νειοῖσιν βάλλοντες Θεόκρ. 25. 5, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 413. 2) «γέννημα», «γεννήματα», καρπός, «ἐσοδεία», θερισμός, Ἡρόδ. 4. 53· γᾶς σπ. Σοφ. Φιλ. 706. 3) γενεά, ἔκγονα, τέκνα, Λυκόφρ. 221, 750, κτλ. 4) = γονή, semen genitale, Ἱππ. 359. 41, Πλούτ., κλπ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 ensemencement ; temps des semailles;
2 semence ; produit.
Étymologie: σπείρω.