ἐκπρίω
From LSJ
Ἡδύ γε σιωπᾶν ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Silentium anteferendum est turpiloquentiae → Schweig lieber, als zu sagen, was sich nicht gehört
English (LSJ)
fut. -πρίσω [ῑ] Men.Epit.41 :—
A saw off, Th.7.25, Men.l.c. ; excise, τὸ ὀστέον Hp.VC21 ; of bonds, Herod.5.25.
German (Pape)
[Seite 776] (s. πρίω), aussägen, ausschneiden; τοὺς σταυροὺς ἐξέπριον Thuc. 7, 25; τὸ ὄστεον Medic., bes. trepaniren.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπρίω: εντελῶς πριονίζω, κόπτω διὰ πρίονος, Θουκ. 7. 25· ἐπὶ ἐκπρίσεως ὀστοῦ, Ἱππ. π. τῶν ἐν Κεφ. Τρωμ. 912.