δυσπραξία
From LSJ
σοφόν τοι τὸ σαφές, οὐ τὸ μὴ σαφές → wisdom lies in clarity, not in obscurity | wisdom is shown in clarity, not in obscurity
English (LSJ)
ἡ,
A ill success, ill luck, A.Pr.966, S.OC1399, And.2.5, Men.707: pl., A.Eu.769, S. Aj.759, Isoc.6.102.
German (Pape)
[Seite 687] ἡ, = δυσπραγία; Aesch. Prom. 968 Eum. 739; Soph. O. C. 1401; Eur. I. T. 514; in Prosa, Andoc. 2, 5; Arist. Eth. 1, 11.
Greek (Liddell-Scott)
δυσπραξία: ἡ, δυσπραγία, ἀτυχία, ἀποτυχία, Αἰσχύλ. Πρ. 966, Σοφ. Ο. Κ. 1399· ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., Αἰσχύλ. Εὐμ. 769, Σοφ. Αἴ. 759· ― ὁ τύπος οὗτος ὡσαύτως ἀπαντᾷ ἐν Ἀνδοκ. 20. 22, Ἰσοκρ. 137Α, ἀλλὰ δυσπραγία ἐν Ἀντιφῶντι 120. 12, Πολύβ., κτλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
revers, malheur.
Étymologie: δυσ-, πράσσω.