ταπεινόω
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
English (LSJ)
A lower, in point of height, reduce, σπλῆνα (swollen spleen) Dsc.2.155:—Pass., πᾶν ὄρος ταπεινωθήσεται LXX Is.40.4; πρόσωπον ἐκ μετεώρου ταπεινούμενον Hp.Coac.208; of a plant, decrease in size, Thphr.HP7.13.9; of rivers, D.S.1.36; Astrol., of a planet, suffer dejection, Vett.Val.119.15. II metaph., lessen, τὸν φθόνον Plu.Per.32; τὸ ἐν μέλιτι χολῶδες Gal.15.683 (to expl. κολάζεται in Hp.Acut.59); disparage, minimize, Plb.6.15.7, cf. 3.85.7:—Pass., to be lowered or lessened, Pl.Ti.72d. 2 humble, abase, X.An.6.3.18; τ. καὶ συστέλλων Pl.Ly.210e; ταπεινώσαντες . . τοὺς νῦν ἐπηρμένους Aeschin.3.235:—Pass., ταπεινωθεὶς ἕπεται Pl.Phdr.254e; ὑπὸ πενίας Id.R.553c, Phld.Rh.1.225 S.; τεταπείνωται ἡ τῶν Ἀθηναίων δόξα X.Mem.3.5.4; ἐταπεινοῦντο ταῖς ἐλπίσι D.S.13.11; τεταπεινωμένων τῶν ἄλλων διὰ τὴν τῶν πραγμάτων κατάστασιν Anon.Oxy.664.22. b violate a woman, LXX Ge.34.2, 2 Ki.13.12,14, Ez.22.10,11. 3 in moral sense, make lowly, humble, ἑαυτόν Phld.Vit.p.38 J., Ev.Matt. 23.12, al.:—Pass., humble oneself, τὴν θεὸν ἐξιλάσαντο τῷ ταπεινοῦσθαι σφόδρα Men.544, cf. LXX Ge.16.9, Si.18.21, 1 Ep.Pet.5.6. 4 esp. of fasting or abstinence, θεοῦ ᾧ πᾶσα ψυχὴ ἐν τῇ σήμερον ἡμέρᾳ (i.e. on a fast-day) ταπεινοῦται μεθ' ἱκετείας SIG1181.11 (Rhenea, Jewish, ii A.D.); ἐὰν ψυχὴν τεταπεινωμένην ἐμπλήσῃς feed the hungry, LXX Is.58.10, cf. Le.23.27, al.; οἶδα ταπεινοῦσθαι, opp. περισσεύειν, Ep.Phil.4.12.
German (Pape)
[Seite 1069] niedrig machen, erniedrigen, vermindern, καὶ συστέλλειν, Plat. Lys. 210 e; u. übertr., kleinmüthig machen, auch demüthigen, ταπεινωθεὶς ὑπὸ πενίας, Rep. VIII, 553 c; Theaet. 191 a u. öfter; τεταπείνωται ἡ τῶν Ἀθηναίων δόξα, Xen. Mem. 3, 5, 4, vgl. An. 6, 1, 18; τοὺς ἐπηρμένους, Aesch. 3, 235; πόῤῥωθεν τὴν ψυχὴν ταπεινώσας, Luc. Nigr. 21; auch ταπεινῶν αὐτοὺς ταῖς ψυχαῖς, Pol. 3, 116, 8.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰπεινόω: χαμηλώνω, ποιῶ χαμηλότερον. ― Παθ., πᾶν ὄρος ταπεινωθήσεται Εὐαγγ. κ. Λουκ. γ΄, 5· πρόσωπον ἐκ μετεώρου ταπεινούμενον Ἱππ. Κωακ. Προγ. 152 ἐπὶ ποταμῶν, Διόδ. 1. 36. ΙΙ. μεταφορ., ἐλαττώνω, τὸν φθόνον Πλουτ. Περικλ. 32· ἐξευτελίζω, Πολύβ. 6. 15, 7, πρβλ. 3. 85, 7. ― Παθ., ταπεινοῦμαι, ἐλαττοῦμαι, σμικρύνομαι, Πλάτ. Τίμ. 72D. 2) ταπεινώνω, ὑποβιβάζω, Ξεν. Ἀνάβ. 6. 3, 18· τ. καὶ συστέλλων Πλάτ. Λῦσ. 210Ε· ταπεινώσαντες... τοὺς νῦν ἐπηρμένους Αἰσχίν. 87. 24. ― Παθ., ταπεινωθεὶς ἕπεται Πλάτ. Φαῖδρ. 254Ε ὑπὸ πενίας ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 553C· τεταπείνωνται ἡ τῶν Ἀθηναίων δόξα Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 4· ἐταπεινοῦτο ταῖς ἐλπίσι Διόδ. 13. 11... 3) ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, κάμνω ταπεινόν, ἑαυτὸν Εὐαγγ. κ. Ματθ. κγ΄, 12. κ. ἀλλ. ― Παθ., ταπεινώνομαι, ταπεινῶ ἐμαυτόν, τὴν θεὸν ἐξιλάσσαντο τῷ τεταπεινῶσθαι σφόδρα Μένανδρ. ἐν «Δεισιδαίμονι» 4· οὕτως ἐν τῇ Καινῇ Δ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 amoindrir, diminuer, acc.;
2 abaisser, humilier.
Étymologie: ταπεινός.