μώλυζα
From LSJ
Λιμὴν πέφυκε πᾶσι παιδεία βροτοῖς → Omnibus doctrina portus est mortalibus → Ein Hafen ist die Bildung allen Sterblichen
English (LSJ)
ἡ, (
A μῶλυ 11) a head of garlic, σκορόδων Hp.Nat.Mul.85; σκορόδου Id.Mul.1.78.
German (Pape)
[Seite 225] ἡ (s. μῶλυ), eine Art Knoblauch mit einem einzigen Kopfe, nicht aus mehreren Köpfen bestehend, auch die Zwiebel davon, unio, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
μώλυζα: ἡ, (μῶλυ ΙΙ) «σκόροδον ἁπλῆν τὴν κεφαλὴν ἔχον καὶ μὴ διαλυομένην εἰς ἄγλιθας» Γαλην. Ἱπποκρ. γλωσσ. ἐξήγ. σ. 530, Ἱππ. 583. 8., 625. 3, κτλ.
Greek Monolingual
η (Α μώλυζα)
νεοελλ.
το φυτό κρόμμυον το σκορδόπρασον
αρχ.
κεφαλή του σκόρδου («μώλυζα σκορόδων», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μώλυ + κατάλ. -ζα (πρβλ. κόνυ-ζα, όρυ-ζα)].