χώλωμα
From LSJ
English (LSJ)
ατος, τό,
A lameness, Hp.Art.62 (pl.), 64, Gal.18(1).678.
German (Pape)
[Seite 1386] τό, eine Lähmung, Verrenkung, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
χώλωμα: τό, χωλότης, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 820, 828.
Greek Monolingual
-ώματος, τὸ, ΜΑ [[χωλῶ, -όω]]
χωλότητα
μσν.
μτφ. ηθική αδυναμία.