ὑπήνη

From LSJ
Revision as of 19:52, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπήνη Medium diacritics: ὑπήνη Low diacritics: υπήνη Capitals: ΥΠΗΝΗ
Transliteration A: hypḗnē Transliteration B: hypēnē Transliteration C: ypini Beta Code: u(ph/nh

English (LSJ)

ἡ, prop.

   A hair on the upper lip (which is the first to grow, cf. sq.), moustache, distd. from πώγων, Eub.100, cf. Phot., Suid.: generally, beard, A.Fr.27; τὴν ὑ. ἄκουρον τρέφων Ar.V.476 (lyr.); μολύνων τὴν ὑ. Id.Eq.1286 (troch.); ἕλκοντες ὑπήνας letting the beard grow long, trailing beards, Id.Lys.1072; ἄναξ ὑπήνης, of one with a huge beard, Pl.Com.122.    2 in Arist.HA518b18, it seems to mean the upper lip, καὶ τὴν ὑ. καὶ τὸ γένειον δασὺ ἔχειν, cf. Theoc.20.22.

German (Pape)

[Seite 1205] ἡ, der Theil des Gesichts unter der Nase, die Oberlippe, Aesch. frg. 25; od. nach Andern der ganze Raum zur Seite der Nase, wo der Schnurrbart u. der Backenbart wächst, dah. Bart, bes. Schnurrbart; ὑπήνας ἕλκειν, die Bärte lang wachsen lassen, Ar. Lys. 1072; ἄκουρος Vesp. 477; τὰς ὑπήνας ἀνειμένας ἐᾶν D. Sic. 5, 28; a. Sp. – Man leitet es von ἥνη, ἡνίον ab, der unter dem Zaume befindliche Theil.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπήνη: ἡ, κυρίως ἡ τοῦ ἄνω χείλους τρίχωσις, αἱ ὑπὲρ τὸ ἄνω χεῖλος τρίχες αἵτινες πρῶται φύονται (πρβλ. ὑπηνήτης), ὁ μύσταξ κατὰ διαστολὴν ἀπὸ τοῦ πώγωνος, Εὔβουλος ἐν «Στεφανοπώλισι» 7, ἴδε Φώτ., Σουΐδ.· ἢ καθόλου, ὁ πώγων, ἡ γενειάς, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 30· τὴν ὑπ. ἄκουρον τρέφειν Ἀριστοφ. Σφ. 476· μολύνειν τὴν ὑπ. ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1286· ὑπήνας ἕλκειν, ἀφίνειν τὴν γενειάδα νὰ αὐξηθῇ, τρέφειν μακρὰν γενειάδα, ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 1072· ἄναξ ὑπήνης, ἐπὶ τοῦ ἔχοντος μέγαν πώγωνα, Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Πρέσβεσι» 4. 2) ἐν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 11, 13, φαίνεται ὅτι σημαίνει τὸ ἄνω χεῖλος, καὶ τὴν ὑπ. καὶ τὸ γένειον δασὺ ἔχειν. (Ἴσως ἐκ τῆς προθέσεως ὑπὸ καὶ ῥίζης τινὸς ἀνευρισκομένης ἐν τῷ Σανσκρ. ana (τὸ μέρος τὸ ὑπὸ τὴν ῥῖνα).).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
barbe de la lèvre supérieure, moustache, p. ext. barbe.
Étymologie: ὑπό, *ἥνη, primitif de ἡνίον.