ὀκταμερής

From LSJ
Revision as of 12:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀκταμερής Medium diacritics: ὀκταμερής Low diacritics: οκταμερής Capitals: ΟΚΤΑΜΕΡΗΣ
Transliteration A: oktamerḗs Transliteration B: oktamerēs Transliteration C: oktameris Beta Code: o)ktamerh/s

English (LSJ)

ές,

   A of or in eight parts, D.L.7.110.

German (Pape)

[Seite 317] ές, achttheilig, aus acht Theilen bestehend, D. L. 7, 110.

Greek (Liddell-Scott)

ὀκτᾰμερής: -ές, ὁ ἐξ ὀκτὼ μερῶν ἀποτελούμενος, Διογ. Λ. 7. 110.

Greek Monolingual

ὀκταμερής, -ές (Α)
αυτός που αποτελείται από οκτώ μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + -μερής (< μέρος), πρβλ. εξα-μερής].