συναικλία

From LSJ
Revision as of 12:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν μέλανος → two streams of black run from the eyes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναικλία Medium diacritics: συναικλία Low diacritics: συναικλία Capitals: ΣΥΝΑΙΚΛΙΑ
Transliteration A: synaiklía Transliteration B: synaiklia Transliteration C: synaiklia Beta Code: sunaikli/a

English (LSJ)

ἡ, (αἶκλον) Lacon. for σύνδειπνον, Alcm.70 (pl.): written [συν]αιγλία in SIG1106.90 (Cos, iv/iii B.C.).

Greek (Liddell-Scott)

συναικλία: ἡ, (αἶκλον) Λακων. ἀντὶ σύνδειπνον, Ἀλκμὰν 57.

Greek Monolingual

και λακων. τ. συναιγλία, ἡ, Α
δείπνο που παίρνει κάποιος μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + αἶκλον «δείπνο» + κατάλ. -ία].