ἠλιθιώδης

From LSJ
Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠλῐθῐώδης Medium diacritics: ἠλιθιώδης Low diacritics: ηλιθιώδης Capitals: ΗΛΙΘΙΩΔΗΣ
Transliteration A: ēlithiṓdēs Transliteration B: ēlithiōdēs Transliteration C: ilithiodis Beta Code: h)liqiw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A like a fool, Philostr.VS2.1.10.

German (Pape)

[Seite 1161] ες, wie ein Thörichter, albern, dumm, Philostr.

Greek (Liddell-Scott)

ἠλῐθιώδης: -ες, (εἶδος) ὡς ἠλίθιος, ἠλιθιώδη καὶ δυσγράμματον καὶ παχὺν τὴν μνήμην Φιλόστρ. 558.

Greek Monolingual

ἠλιθιώδης, -ες (Α)
όμοιος με ηλίθιο, σαν ηλίθιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλίθιος + κατάλ. -ωδης (πρβλ. ογκ-ώδης, τρικυμι-ώδης)].