κεροβάτης

From LSJ
Revision as of 20:01, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεροβάτης Medium diacritics: κεροβάτης Low diacritics: κεροβάτης Capitals: ΚΕΡΟΒΑΤΗΣ
Transliteration A: kerobátēs Transliteration B: kerobatēs Transliteration C: kerovatis Beta Code: keroba/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ, (κέρας)

   A horn-footed, hoofed, κεροβάτας Πάν Ar.Ra.230 (lyr.): acc. to some Gramm., he that goes with horns, i.e. the horned god; acc. to Sch., he that walks the mountain-peaks (cf. κέρας v.6).

German (Pape)

[Seite 1425] ὁ, bei Suid. auch κεραβάτης, der auf Horn- oder Bocksfüßen Schreitende, od. der gehörnt Einherschreitende, Pan, Ar. Ran. 230; nach den Schol. auch erkl. ὁ εἰς τὰ κέρατα τῶν ὀρῶν βαίνων, schwerlich richtig.

Greek (Liddell-Scott)

κεροβάτης: ᾰ, ου, ὁ, (κέρας) ἔχων πόδας ἐκ κερατίνης ὕλης, ἔχων πόδας μετὰ ὁπλῶν ἢ χηλῶν, κεροβάτας Πὰν Ἀριστοφ. Βάτρ. 230 (Λυρ.)· κατά τινας Γραμμ., ὁ περιπατῶν μετὰ κεράτων, δηλ. ὁ κερασφόρος θεός· κατὰ δὲ τὸν Σχολ. «ὁ εἰς τὰ κέρατα τῶν ὀρέων βαίνων», ὁ βαδίζων ἐπὶ τῶν κορυφῶν τῶν ὀρέων (πρβλ. κέρας IX)· ἴδε Hemst. εἰς Λουκ. Θεῶν Διαλ. 22. 2· ― Καθ’ Ἡσύχ. «ὁ Πάν· ἤτοι ὅτι κέρατα ἔχει, ἢ οἱονεὶ κερατοβάτης, τὴν βάσιν ἔχων κερατίνην, ἐπεὶ τὰ κάτω τράγου εἶχεν».

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
aux pieds de corne (ép. de Pan).
Étymologie: κέρας, βαίνω.