πολυμέλαθρος

From LSJ
Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυμέλαθρος Medium diacritics: πολυμέλαθρος Low diacritics: πολυμέλαθρος Capitals: ΠΟΛΥΜΕΛΑΘΡΟΣ
Transliteration A: polymélathros Transliteration B: polymelathros Transliteration C: polymelathros Beta Code: polume/laqros

English (LSJ)

Ep. πουλ-, ον,

   A with many halls or temples, Call.Dian.225.

German (Pape)

[Seite 666] poet. πουλυμ., mit vielen Gemächern, Callim. H. 3, 225; Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠμέλαθρος: Ἐπικ. πουλ-, ον, ὁ ἔχων πολλὰ μέλαθρα, πολλοὺς ναούς, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 225, Νάνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 14. 2.

Greek Monolingual

και επικ. τ. πουλυμέλαθρος, -ον, Α
(για θεότητα) αυτός που έχει πολλά μέλαθρα, προς τιμήν του οποίου έχουν κτιστεί πολλοί ναοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -μέλαθρος (< μέλαθρον «μέγαρο»), πρβλ. υψι-μέλαθρος].