συνδιεκκύπτω
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
A slip out and through together with, τῇ κεφαλῇ Eust.1114.24.
German (Pape)
[Seite 1008] mit od. zugleich durch- u. herausgucken, -schlüpfen, Eust. 1153, 43.
Greek (Liddell-Scott)
συνδιεκκύπτω: ἐκκύπτω ὁμοῦ, ἐπὶ τὰ ἔμπροσθεν συνδιεκκύψασα τῇ κεφαλῇ Εὐστ. 1114. 25.
Greek Monolingual
Μ
σκύβω προς τα έξω για να δω μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διεκκύπτω «σκύβω προς τα έξω για να δω»].