σιδηροπλύτης

From LSJ
Revision as of 12:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

τὸν ἴδιον κίνδυνον ὑποθείς → at his own risk

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηροπλύτης Medium diacritics: σιδηροπλύτης Low diacritics: σιδηροπλύτης Capitals: ΣΙΔΗΡΟΠΛΥΤΗΣ
Transliteration A: sidēroplýtēs Transliteration B: sidēroplytēs Transliteration C: sidiroplytis Beta Code: sidhroplu/ths

English (LSJ)

[ῠ], ου, ὁ,

   A one who washes iron, dub. cj. in Hsch. s.v. σάλαγξ.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηροπλύτης: [ῠ], -ου, ὁ, ὁ πλύνων σίδηρον, Ἡσύχ. ἐν λ. σάλαγξ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
πιθ. (κατά τον Ησύχ.) αυτός που πλένει τον σίδηρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + πλύτης, άλλος τ. του πλύντης (< πλύνω), πρβλ. ἱματιο-πλύτης].